Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαιολογώ < αρχαία ελληνική σπουδαιολογέω / σπουδαιολογῶ < σπουδαῖος + λέγω

σπουδαιολογώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία