επίσημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.si.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐ση‐μα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- επίσημα < επίσημ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
επίσημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίσημα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- επίσημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσημα < ἐπί + σῆμα[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίσημα ουδέτερο
- σφραγίδα ή άλλο διακριτικό σημάδι που βεβαιώνει τη γνησιότητα του πράγματος στο οποίο είναι αποτυπωμένο
- αυτοκόλλητο που επικολλάται στη ράχη των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης και αναγράφει τον ταξινομικό αριθμό ή άλλα στοιχεία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- επίσημα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επίσημα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίσημο, ουδέτερο του επίσημος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)