officially
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | officially |
συγκριτικός | more officially |
υπερθετικός | most officially |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
officially (en)
παραθετικά | |
θετικός | officially |
συγκριτικός | more officially |
υπερθετικός | most officially |
officially (en)