στοιχεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stiˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στοι‐χεί‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
στοιχεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στοιχείο