στοιχείο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στοιχείο | τα | στοιχεία |
γενική | του | στοιχείου | των | στοιχείων |
αιτιατική | το | στοιχείο | τα | στοιχεία |
κλητική | στοιχείο | στοιχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στοιχείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοιχεῖον [1]
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική élément ή principe
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /stiˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στοι‐χεί‐ο → δείτε και τη λέξη στοιχειό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στοιχείο ουδέτερο
- το μέρος μιας σειράς, ενός συνόλου
- (χημεία) το φυσικό σώμα που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε άλλα φυσικά σώματα με τις συνηθισμένες χημικές μεθόδους που δεν παρεμβαίνουν στον πυρήνα του ατόμου.
- ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
- χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
- σ'αυτή τη σκηνή είναι έντονο το τραγικό στοιχείο
- χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που βοηθούν στην αναγνώριση προσώπου ή αντικειμένου
- ο αστυνομικός μετά το ατύχημα ζήτησε από τους οδηγούς τα στοιχεία των ίδιων και των αυτοκινήτων τους
- το γεγονός ή εύρημα που οδηγεί στην υποστήριξη μιας άποψης ή στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης
- ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε ελλείψει στοιχείων
- υποσύνολο ενός πληθυσμού
- η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις ΗΠΑ είναι έντονη
- (τυπογραφία) το μεταλλικό αντικείμενο σε σχήμα γράμματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένη μορφή, μέγεθος κ.λπ.· ο τυπογραφικός χαρακτήρας
- το περιοδικό θα τυπωθεί με στοιχεία 10 στιγμών
- (θεωρία συνόλων) οντότητα, αντικείμενο που ανήκει (είναι μέλος) σε ένα συνόλου[2]
- (πληροφορική, HTML) αντικείμενο ή εντολή σε γλώσσα σήμανσης, που συνήθως ορίζονται με ετικέτες, όπως το στοιχείο:
<h1>Μια επικεφαλίδα ... </h1>
της HTML, που ορίζεται με τις ετικέτες <h1> και </h1>. - (πληροφορική, XML) αντικείμενο που περιγράφει δεδομένα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- είμαι στο στοιχείο μου: ασχολούμαι με κάτι που το γνωρίζω καλά ή μου αρέσει πολύ
- το υγρό στοιχείο: το νερό
- τα στοιχεία της φύσης: οι φυσικές δυνάμεις όπως άνεμοι, σεισμοί κ.λπ.
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τμήμα, μέρος
χημικός όρος
Επεξεργασία
- ↑ στοιχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ, σελ. 7. Πρόσβαση 2020-02-24