αναγνώριση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναγνώριση | οι | αναγνωρίσεις |
γενική | της | αναγνώρισης* | των | αναγνωρίσεων |
αιτιατική | την | αναγνώριση | τις | αναγνωρίσεις |
κλητική | αναγνώριση | αναγνωρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγνωρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναγνώριση < αρχαία ελληνική ἀναγνώρισις < ἀναγνωρίζω < ἀνά + γνωρίζω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική reconnaisance)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναγνώριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω
- (θέατρο) η φανέρωση ή αποκάλυψη της ταυτότητας και της σχέσης που συνδέει δύο πρόσωπα, άγνωστα μεταξύ τους μέχρι τη στιγμή εκείνη
- (στρατιωτικός όρος) η εξερεύνηση μιας περιοχής και η συλλογή πληροφοριών
- (λογιστική) η διαδικασία ενσωμάτωσης ενός στοιχείου στο λογιστικό σύστημα υπό την προϋπόθεση ότι έχει πιθανή μελλοντική οικονομική ωφέλεια και μετρήσιμη χρηματική αξία (επιμέτρηση)
- ↪ δεν μπορεί να γίνει αναγνώριση στην καλή φήμη μια εταιρίας, γιατί δεν μπορεί να υπολογιστεί αντικειμενικά η αξία της ώστε να καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναγνωρίζω και γνωρίζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναγνώριση
|
η εξερεύνηση μιας περιοχής
αναγνώριση (λογιστική)