αναγνώριση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναγνώριση < αρχαία ελληνική ἀναγνώρισις < ἀναγνωρίζω < ἀνά + γνωρίζω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική reconnaisance)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναγνώριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω
- (θέατρο) η φανέρωση ή αποκάλυψη της ταυτότητας και της σχέσης που συνδέει δύο πρόσωπα, άγνωστα μεταξύ τους μέχρι τη στιγμή εκείνη
- (στρατιωτικός όρος) η εξερεύνηση μιας περιοχής και η συλλογή πληροφοριών
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναγνωρίζω και γνωρίζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναγνώριση
|