Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδοχή οι παραδοχές
      γενική της παραδοχής των παραδοχών
    αιτιατική την παραδοχή τις παραδοχές
     κλητική παραδοχή παραδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδοχή < παρά+δέχομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραδοχή θηλυκό

  1. η αποδοχή, η αναγνώριση
  2. μια υπόθεση σε ένα πρόβλημα, που τη θεωρούμε εκ των προτέρων σωστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία