acceptation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
acceptation | acceptations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacceptation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ksɛp.ta.sjɔ̃/
Ετυμολογία
επεξεργασίαacceptation < accepter + -tion
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ksɛp.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacceptation (fr)
- η αποδοχή