adoption
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
adoption (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.dɔ.psj̃ɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adoption | adoptions |
adoption (fr) θηλυκό
- η υιοθεσία, η τεκνοθεσία
- η υιοθέτηση
- η καθιέρωση