Ουσιαστικό

επεξεργασία

adoption (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
adoption < λατινική adoptio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.dɔ.psj̃ɔ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adoption adoptions

adoption (fr) θηλυκό

  1. η υιοθεσία, η τεκνοθεσία
  2. η υιοθέτηση
  3. η καθιέρωση

Συγγενικά

επεξεργασία