Δείτε επίσης: υἱοθεσία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υιοθεσία οι υιοθεσίες
      γενική της υιοθεσίας των υιοθεσιών
    αιτιατική την υιοθεσία τις υιοθεσίες
     κλητική υιοθεσία υιοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υιοθεσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή υἱοθεσία < αρχαία ελληνική «υἱόν θέσθαι»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.o.θeˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υι‐ο‐θε‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υιοθεσία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γιος και θέτω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία