Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υιοθετημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υιοθετημέν
ος
η
υιοθετημέν
η
το
υιοθετημέν
ο
γενική
του
υιοθετημέν
ου
της
υιοθετημέν
ης
του
υιοθετημέν
ου
αιτιατική
τον
υιοθετημέν
ο
την
υιοθετημέν
η
το
υιοθετημέν
ο
κλητική
υιοθετημέν
ε
υιοθετημέν
η
υιοθετημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υιοθετημέν
οι
οι
υιοθετημέν
ες
τα
υιοθετημέν
α
γενική
των
υιοθετημέν
ων
των
υιοθετημέν
ων
των
υιοθετημέν
ων
αιτιατική
τους
υιοθετημέν
ους
τις
υιοθετημέν
ες
τα
υιοθετημέν
α
κλητική
υιοθετημέν
οι
υιοθετημέν
ες
υιοθετημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υιοθετημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υιοθετώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανυιοθέτητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υιοθετημένος
αγγλικά
:
adoptee
(en)
,
adopted
(en)
γαλλικά
:
adopté
(fr)