adopté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adopté | adoptés |
θηλυκό | adoptée | adoptées |
Επίθετο
επεξεργασία
adopté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adopté | adoptés |
θηλυκό | adoptée | adoptées |
adopté (fr)