Δείτε επίσης: υιοθεσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική υἱοθεσί αἱ υἱοθεσίαι
      γενική τῆς υἱοθεσίᾱς τῶν υἱοθεσιῶν
      δοτική τῇ υἱοθεσί ταῖς υἱοθεσίαις
    αιτιατική τὴν υἱοθεσίᾱν τὰς υἱοθεσίᾱς
     κλητική ! υἱοθεσί υἱοθεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  υἱοθεσί
γεν-δοτ τοῖν  υἱοθεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υἱοθεσία < σύνθετο από συναρπαγή της έκφρασης «υἱόν θέσθαι» → δείτε  αρχαία ελληνική υἱός & το απαρέμφατο μέσου αορίστου του τίθημι [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υἱοθεσία θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία