υἱοθεσία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | υἱοθεσίᾱ | αἱ | υἱοθεσίαι |
γενική | τῆς | υἱοθεσίᾱς | τῶν | υἱοθεσιῶν |
δοτική | τῇ | υἱοθεσίᾳ | ταῖς | υἱοθεσίαις |
αιτιατική | τὴν | υἱοθεσίᾱν | τὰς | υἱοθεσίᾱς |
κλητική ὦ! | υἱοθεσίᾱ | υἱοθεσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱοθεσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | υἱοθεσίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υἱοθεσία < σύνθετο από συναρπαγή της έκφρασης «υἱόν θέσθαι» → δείτε αρχαία ελληνική υἱός & το απαρέμφατο μέσου αορίστου του τίθημι [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
υἱοθεσία θηλυκό
Παράγωγα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υἱοθεσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- υἱοθεσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- υἱοθεσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.