πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναρπαγή οι συναρπαγές
      γενική της συναρπαγής των συναρπαγών
    αιτιατική τη συναρπαγή τις συναρπαγές
     κλητική συναρπαγή συναρπαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναρπαγή αἱ συναρπαγαί
      γενική τῆς συναρπαγῆς τῶν συναρπαγῶν
      δοτική τῇ συναρπαγ ταῖς συναρπαγαῖς
    αιτιατική τὴν συναρπαγήν τὰς συναρπαγᾱ́ς
     κλητική ! συναρπαγή συναρπαγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναρπαγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συναρπαγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συναρπαγή < αρχαία ελληνική συναρπάζω (συν- + ἁρπαγ- (ἁρπάζω) +

Ουσιαστικό

επεξεργασία