Δείτε επίσης: σύμφυση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμφυρση οι συμφύρσεις
      γενική της σύμφυρσης* των συμφύρσεων
    αιτιατική τη σύμφυρση τις συμφύρσεις
     κλητική σύμφυρση συμφύρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφύρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύμφυρση < (ελληνιστική κοινήσύμφυρσις < αρχαία ελληνική συμφύρω < σύν + φύρω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contamination)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύμφυρση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμφύρω, η άτακτης ανάμειξης στοιχείων χωρίς ουσιαστική σύνδεση
     συνώνυμα: ανακάτεμα, ανακάτωμα, ανάμειξη, κυκεώνας, σύμμειξη, συνύπαρξη, συνονθύλευμα
  2. (γραμματική) το γραμματικό φαινόμενο ή το σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο συντάξεις[1][2] αναμειγνύονται δημιουργώντας μια υβριδική
    ο Γιωρίκας με τον Κωστίκα πίνουν, μπεκροπίνουν, σιγοτραγοδούν

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Όροι γλωσσολογίας:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σύμφυρση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Για ανάμειξη δύο λέξεων, δίνει το λήμμα συμφυρμός.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Για τον γλωσσολογικό όρο παραπέμπει στο λήμμα συμφυρμός, χωρίς διάκριση που να αφορά λέξεις ή σύνταξη.