πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμμειξη οι συμμείξεις
      γενική της σύμμειξης* των συμμείξεων
    αιτιατική τη σύμμειξη τις συμμείξεις
     κλητική σύμμειξη συμμείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμμειξη θηλυκό

  1. ανάμειξη, ανακάτωμα, συνένωση (διαφορετικών πραγμάτων μεταξύ τους)
  2. (γλωσσολογία) συνώνυμο του συμφυρμός

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία