↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμμειξη οι συμμείξεις
      γενική της σύμμειξης* των συμμείξεων
    αιτιατική τη σύμμειξη τις συμμείξεις
     κλητική σύμμειξη συμμείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμμειξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμμ(ε)ιξις[1] / σύμμιξις < συμμ(ε)ίγνυμι (αναμειγνύω μαζί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsi.mi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμ‐μει‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμμειξη θηλυκό

  1. ανάμειξη, ανακάτωμα, συνένωση (διαφορετικών πραγμάτων μεταξύ τους)
  2. (γλωσσολογία) συνώνυμο του συμφυρμός

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία