↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμμειξῐς αἱ συμμείξεις
      γενική τῆς συμμείξεως τῶν συμμείξεων
      δοτική τῇ συμμείξει ταῖς συμμείξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμμειξῐν τὰς συμμείξεις
     κλητική ! σύμμειξῐ συμμείξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμμείξει
γεν-δοτ τοῖν  συμμειξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμμειξις θηλυκό