σύμμειξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύμμειξῐς | αἱ | συμμείξεις |
γενική | τῆς | συμμείξεως | τῶν | συμμείξεων |
δοτική | τῇ | συμμείξει | ταῖς | συμμείξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύμμειξῐν | τὰς | συμμείξεις |
κλητική ὦ! | σύμμειξῐ | συμμείξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμείξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμμειξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμμειξις θηλυκό
- άλλη μορφή του σύμμιξις: σύμμειξη / σύμμιξη
Πηγές
επεξεργασία- σύμμιξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμμειξις, σύμμιξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.