σύμμεικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύμμεικτος < αρχαία ελληνική σύμμεικτος / σύμμικτος < σύν + μεικτός / μικτός < μείγνυμι
Επίθετο
επεξεργασίασύμμεικτος, -η, -ο
- (λόγιο) που αποτελείται από μείξη παρόμοιων στοιχείων ή υλικών
- (ουσιαστικοποιημένο) σύμμεικτα: συλλογή μελετών με ποικίλο περιεχόμενο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύμμεικτος
|
Πηγές
επεξεργασία- σύμμεικτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σύμμικτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)