↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύμμεικτος η σύμμεικτη το σύμμεικτο
      γενική του σύμμεικτου της σύμμεικτης του σύμμεικτου
    αιτιατική τον σύμμεικτο τη σύμμεικτη το σύμμεικτο
     κλητική σύμμεικτε σύμμεικτη σύμμεικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύμμεικτοι οι σύμμεικτες τα σύμμεικτα
      γενική των σύμμεικτων των σύμμεικτων των σύμμεικτων
    αιτιατική τους σύμμεικτους τις σύμμεικτες τα σύμμεικτα
     κλητική σύμμεικτοι σύμμεικτες σύμμεικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμμεικτος < αρχαία ελληνική σύμμεικτος / σύμμικτος < σύν + μεικτός / μικτός < μείγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

σύμμεικτος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που αποτελείται από μείξη παρόμοιων στοιχείων ή υλικών
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σύμμεικτα: συλλογή μελετών με ποικίλο περιεχόμενο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία