περιεχόμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της παθητικής μετοχής περιεχόμενος του ρήματος περιέχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριεχόμενο ουδέτερο
- αυτό που βρίσκεται εντός ενός δοχείου, ενός κουτιού, μία συσκευασίας κ.λπ.
- (γλώσσα) οι πληροφορίες ή οι ιδέες που περιέχονται σε ένα γραπτό ή προφορικό κείμενο (σε αντιπαραβολή με τη μορφή)
- (στον πληθυντικό) περιεχόμενα: ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός βιβλίου.