Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόσωπο | τα | πρόσωπα |
γενική | του | προσώπου & πρόσωπου |
των | προσώπων |
αιτιατική | το | πρόσωπο | τα | πρόσωπα |
κλητική | πρόσωπο | πρόσωπα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουδέτερα προπαροξύτονα ισοσύλλαβα σε -ο / -α, με διπλό τύπο γενικής ενικού, και γενική πληθυντικού με καταβιβασμό τόνου.
Ουδέτερα που έχουν μόνο τη γενική ενικού με κατέβασμα του τόνου: Κατηγορία όπως το 'άλογο'
Δείτε και ουδέτερα όπως το 'βούτυρο' με διπλούς τύπους γενικής ενικού και πληθυντικού.
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'πρόσωπο'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 5 υποκατηγορίες, από 5 συνολικά.
Ο
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.202 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάκιο
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτιο
- αγγειοσκόπιο
- αγκυροβόλιο
- Αγρίνιο
- αγροκήπιο
- αγροτεμάχιο
- αγωγιαστήριο
- αδιέξοδο
- άδυτο
- αέριο
- αεριοσκόπιο
- αεριοφυλάκιο
- αεροδρόμιο
- αεροσκόπιο
- Αϊδίνιο
- αιθάνιο
- αιθένιο
- αίθριο
- αιθυλένιο
- αιθύλιο
- αιθυλοβενζόλιο
- αιμοπετάλιο
- αιμοσφαίριο
- αϊνστάνιο
- αίτιο
- ακετυλένιο
- ακοόμετρο
- ακροατήριο
- ακρόλιθο
- ακροπύργιο
- ακροσωλήνιο
- ακροφύσιο
- ακρώμιο
- ακρώνυμο
- ακρωτήριο
- ακτίνιο
- ακτινόμετρο
- ακτινοπτερύγιο
- ακτινοσκόπιο
- αλεξήλιο
- αλευρεμπόριο
- άλευρο
- αλευρόδενδρο
- αλευρόμετρο
- αλευροπάζαρο
- αλευροσκόπιο
- αλευρόφυτο
- αλίπεδο
- αλκάλιο
- αλκένιο
- αλκύλιο
- αλουμίνιο
- άλφιτο
- Αμαρούσιο
- άμνιο
- αμνοερίφιο
- αμφίβιο
- αμφιθέατρο
- άμφιο
- αναβρυτήριο
- αναγνωστήριο
- ανάκαρο
- ανακουφιστήριο
- ανακτοβούλιο
- ανάκτορο
- αναμορφωτήριο
- αναπαυτήριο
- αναρρωτήριο
- ανάτυπο
- αναψυκτήριο
- άνδηρο
- ανέκδοτο
- ανεμοσκόπιο
- ανθιβόλιο
- ανθίβολο
- ανθρωπωνύμιο
- αντίγονο
- αντιδραστήριο
- αντιηλεκτρόνιο
- αντικείμενο
- αντικίνητρο
- αντίκλινο
- αντικνήμιο
- αντίμετρο
- αντιμνημόνιο
- αντισχέδιο
- αντιφάρμακο
- αντίφωνο
- αντλιοστάσιο
- αξιόγραφο
- αξιόνιο
- αξόνιο
- απαέριο
- απαρέμφατο
- απειροσύνολο
- απεντομωτήριο
- απόβλητο
- απόβλιττο
- απόγραφο
- αποδημητήρια
- αποδυτήριο
- απολυμαντήριο
- αποτεφρωτήριο
- αποτρόπαιο
- αποφοιτήριο
- αποφυλακιστήριο
- αποχωρητήριο
- αργίλιο
- αργύριο
- αρθρίδιο
- αριθμητήριο
- αρτοφόριο
- αρχαιοκύτταρο
- αρχειοφυλάκιο
- αρχοσπόριο
- ασκαλώνιο
- ασκητήριο
- Ασμήνιο
- άσυλο
- ατμοβόλο
- άτοπο
- αυτοκίνητο
- αυτοκινητοδρόμιο
- αυτώνυμο
- άφνιο
- αφοδευτήριο