Ασμήνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασμήνιο | τα | Ασμήνια |
γενική | του | Ασμηνίου & Ασμήνιου |
των | Ασμηνίων |
αιτιατική | το | Ασμήνιο | τα | Ασμήνια |
κλητική | Ασμήνιο | Ασμήνια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασμήνιο < καθαρεύουσα Ἀσμήνιον• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈzmi.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σμή‐νι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσμήνιο ουδέτερο
- χωριό της Εύβοιας, άλλη γραφή του Ασμήνι