χωριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωριό | τα | χωριά |
γενική | του | χωριού | των | χωριών |
αιτιατική | το | χωριό | τα | χωριά |
κλητική | χωριό | χωριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χωριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωριόν < αρχαία ελληνική χωρίον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xoɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ριό
- ομόηχο: Χωριό
- τονικό παρώνυμο: χωρίο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωριό ουδέτερο
- (γεωγραφία) οικισμός που αποτελείται από λίγα σπίτια και κατοίκους λιγότερους από αυτούς της πόλης και της κωμόπολης
- ↪ το νησί μας έχει μικρά χωριά και καμία πόλη
- → δείτε Κατηγορία:Χωριά της Ελλάδας στο Βικιλεξικό
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των κατοίκων του οικισμού, οι χωρικοί
- ↪ σε όλο το χωριό είχε πέσει βουβαμάρα
- (στον καθημερινό λόγο) η ιδιαίτερη πατρίδα, ο τόπος καταγωγής
- ↪ δεν καταλαβαίνω από αυτά, είμαι από χωριό εγώ
Εκφράσεις επεξεργασία
- αιολικό χωριό: ένα σύνολο από εγκαταστάσεις κτιρίων που η ενεργειακή τους κάλυψη βασίζεται στην αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας
- γίναμε από δύο χωριά (χωριάτες): τσακωθήκαμε τόσο που διακόψαμε τις επαφές μας, ήρθαμε σε πλήρη διάσταση
- κακό χωριό τα λίγα σπίτια: στις μικρές κοινωνίες αναπτύσσονται πιο εύκολα και πιο έντονα η αντιπάθεια και η αντιζηλία
- (δεν) κάνω χωριό με κάποιον: (δεν) μπορώ να συμβιώσω ή να συνεννοηθώ με κάποιον
- ο καλύτερος του χωριού: το πρόσωπο που βρίσκεται στην πιο πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλους
- χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει: δε χρειάζεται να επεξηγεί κανείς τα γνωστά κι αυτονόητα πράγματα
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωριό
|