Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χωρίον τὰ χωρί
      γενική τοῦ χωρίου τῶν χωρίων
      δοτική τῷ χωρί τοῖς χωρίοις
    αιτιατική τὸ χωρίον τὰ χωρί
     κλητική ! χωρίον χωρί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χωρίω
γεν-δοτ τοῖν  χωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωρίον < χώρ(α), χῶρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρίον ουδέτερο

  1. περιοχή, μικρή πόλη, υποκοριστικό της χώρας
  2. ιδιαίτερος χώρος, το τμήμα που περιβάλλεται μεταξύ γραμμών, όπως στο τρίγωνο, στο τετράγωνο κ.λπ., ιδιαίτερη περιοχή
  3. (ελληνιστική σημασία) χωρίο ενός κειμένου
  4. (ιατρική) τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος (Ιπποκράτης)

  Πηγές επεξεργασία