χῶρος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χῶρος | οἱ | χῶροι |
γενική | τοῦ | χώρου | τῶν | χώρων |
δοτική | τῷ | χώρῳ | τοῖς | χώροις |
αιτιατική | τὸν | χῶρον | τοὺς | χώρους |
κλητική ὦ! | χῶρε | χῶροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χῶρος αρσενικό
- έδαφος συγκεκριμένης περιοχής, τόπος, τοποθεσία περιοχή (σχεδόν ως συνώνυμο για πολλές έννοιες της χώρας)
- χῶρος ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, εὐαής , ἀσυνήθης
- ὁ Λιβυκὸς χῶρος - τῆς Ἀραβίης χῶρος (Ηρόδοτος)
- χώρος, σχετικά διαχωρισμένο τμήμα εδάφους ή επιφανείας γενικά
- νεκύων διεφαίνετο χῶρος : χώρος από την οποία είχαν πάρει τους νεκρούς της μάχης
- κτήμα, υποστατικό, αγρός, εξοχή (Ξενοφών)
- με κεφαλαίο (μεταγενέστερη έννοια) ονομασία για το Βορειοδυτικό άνεμο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χῶρος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «χῶρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.