κτήμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κτήμα | τα | κτήματα |
γενική | του | κτήματος | των | κτημάτων |
αιτιατική | το | κτήμα | τα | κτήματα |
κλητική | κτήμα | κτήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κτήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτῆμα. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο χτήμα.[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτή‐μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κτήμα ουδέτερο
- οτιδήποτε ανήκει σε κάποιον, η ιδιοκτησία
- κάτι που το έχω μελετήσει και το γνωρίζω (κατέχω) καλά
- το ιδιόκτητο κομμάτι γης, συνήθως καλλιεργήσιμο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
θέμα κτηματ-
- αγρόκτημα
- αγροκτηματίας
- ακτημοσύνη
- ακτήμονας, ακτήμων
- αμπελοκτηματίας
- αμπελοκτήμονας, αμπελοκτήμων
- ανακατακτημένος
- ανακτημένος
- απόκτημα
- αποκτημένος
- βαθυκτήμων
- γαιοκτήμονας, γαιοκτήμων
- γεωργοκτηματίας
- δασοκτήμονας, δασοκτήμων
- εθνόκτημα
- ελαιοκτηματίας
- ελαιοκτήμονας, ελαιοκτήμων
- κατακτημένος
- κεκτημένα
- κεκτημένος
- κοινοκτημοσύνη
- κτηματαγορά
- κτηματάκι
- κτηματεμπορικός
- κτηματίας
- κτηματικός
- κτηματογράφηση
- κτηματόγραφο
- κτηματογραφώ, κτηματογραφούμαι
- κτηματοκεντρικός
- κτηματολογικός
- κτηματολόγιο
- κτηματομεσίτης
- κτηματομεσιτικός
- κτηματομεσίτρια
- κτηματοφύλακας
- μεγαλοκτηματίας
- μεγαλογαιοκτήμονας, μεγαλογαιοκτήμων
- μικρογαιοκτήμονας, μικρογαιοκτήμων
- μεγαλοκτήμονας
- μικροκτηματίας
- ολιγοκτήμων
- πολυκτημοσύνη
- σταφιδόκτημα
- σταφιδοκτηματίας
- σταφιδοκτήμονας, σταφιδοκτήμων
- φιλοκτημοσύνη
→ και δείτε τη λέξη χτήμα για το θέμα χτη-
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κτήμα
Επεξεργασία
- ↑ «κτήμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.