φιλοκτημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φιλοκτημοσύνη < φιλοκτήμων
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιλοκτημοσύνη θηλυκό
- η υπερβολική επιθυμία για απόκτηση κτημάτων, περιουσίας