Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιουσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
περιουσί
α
οι
περιουσί
ες
γενική
της
περιουσί
ας
των
περιουσι
ών
αιτιατική
την
περιουσί
α
τις
περιουσί
ες
κλητική
περιουσί
α
περιουσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιουσία
<
αρχαία ελληνική
περιουσία
<
περίειμι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περιουσία
θηλυκό
ο
πλούτος
σε κινητά και ακίνητα αγαθά που κατέχει κάποιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
βιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιουσία
αγγλικά
:
fortune
(en)
γαλλικά
:
patrimoine
(fr)
,
fortune
(fr)