Δείτε επίσης: fortuné
      ενικός         πληθυντικός  
fortune fortunes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fortune < παλαιά γαλλική fortune < λατινική fortuna

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fortune (en)

  1. η περιουσία, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό
    ⮡  He donated his fortune to the church.
    Δώρισε την περιουσία του στην εκκλησία.
  2. (μη μετρήσιμο) η τύχη
    ⮡  Fortune favors the brave.
    Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
  3. η μοίρα, η τύχη του καθενός
    ⮡  She will read your fortune.
    Αυτή θα διαβάσει (θα σου πει) την μοίρα/τύχη σου.

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fortune fortunes

fortune (fr) θηλυκό

  1. η τύχη, η καλή τύχη
  2. το πλούτος
  3. η περιουσία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία