αναποδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναποδιά | οι | αναποδιές |
γενική | της | αναποδιάς | των | αναποδιών |
αιτιατική | την | αναποδιά | τις | αναποδιές |
κλητική | αναποδιά | αναποδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναποδιά < ανάποδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναποδιά θηλυκό
- — Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος. (Αλεξανδρος Μωραϊτιδης, Διηγήματα, Τόμος Β)