snag
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
snag | snags |
- αναποδιά, στραβή
- αναπάντεχη μανούρα
- προεξοχή, ακίδα, ακάνθα, καρφί, γωνία, μύτη, κορυφή
- δέντρο ή κλαδί στον πυθμένα ποταμού ή λίμνης που αποτελεί κίνδυνο στην ναυσιπλοΐα
- όρθιο νεκρό δέντρο
- τρύπα σε ρούχο, χαμένος πόντος
- λουκάνικο, (σπανιότερα και κεμπάπ)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | snag |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | snags |
αόριστος | snagged |
παθητική μετοχή | snagged |
ενεργητική μετοχή | snagging |
- σκαλώνω, σκίζω, (-ομαι) σε αιχμή
- γραπώνω, αρπάζω (συνήθως γρήγορα, άτσαλα, μανιασμένα, με πάθος κτλ.)
- (λαϊκότροπο) βρίσκω κι αποκτώ κάτι σπάνιο, πολύτιμο ή ευκαιρία
- (αργκό) κλέβω ταχυδακτυλουργικά