Δείτε επίσης: snug

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsnæɡ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
snag snags

snag (en)

  1. (ανεπίσημο) το αλλά, η αναποδιά
    Unfortunately there is a snag in the case.
    Δυστυχώς υπάρχει ένα αλλά στην υπόθεση.
    Everything went off without any snags.
    Όλα τέλειωσαν χωρίς αναποδιά.
  2. ρίζα ή πέτρα στον πυθμένα ποταμού ή λίμνης που αποτελεί κίνδυνο στην ναυσιπλοΐα
  3. (κατ’ επέκταση) οποιασδήποτε προεξοχή που είναι τραχύ ή κοφτερό και μπορεί να κόψει κάτι
  4. λουκάνικο, (σπανιότερα και κεμπάπ)
  5. τρύπα σε ύφασμα, πόντος που έφυγε
    I have a snag in my tights.
    Μου 'φυγ' ο πόντος στο καλσόν.
ενεστώτας snag
γ΄ ενικό ενεστώτα snags
αόριστος snagged
παθητική μετοχή snagged
ενεργητική μετοχή snagging

snag (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκαλώνω σε αιχμή
    He snagged his sweater on the wire fence.
    Σκάλωσε το πουλόβερ του στο συρματοφράχτη.
  2. (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) βρίσκω κι αποκτώ κάτι σπάνιο, πολύτιμο ή ευκαιρία
    I snagged a rare car.
    Απέκτησα ένα σπάνιο αυτοκίνητο.