Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεμπάπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική kebap < αραβική كباب (kabāb) ή < περσική کباب (kebâb)
 
κεμπάπ με πίτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεμπάπ ουδέτερο άκλιτο

  1. φαγητό από κιμά μοσχαρίσιο και αρνίσιο που πλάθεται σε μακρόστενα μπιφτέκια μαζι με άλλα υλικά και ψήνεται στη σχάρα, σε γκριλ ή και σε φούρνο
  2. ντονέρ κεμπάπ: γύρος από μοσχαρίσιο και αρνίσιο κιμά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία