γύρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γύρος | οι | γύροι |
γενική | του | γύρου | των | γύρων |
αιτιατική | τον | γύρο | τους | γύρους |
κλητική | γύρε | γύροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γύρος < ελληνιστική κοινή γῦρος < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη ινδοευρωπαϊκή ρίζα *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω
- (σημασία για σουβλάκι) → δείτε τη λέξη τουρκική döner < dönmek (γυρίζω) από την περιστροφική κίνηση της σούβλας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γύρος αρσενικό
- η περιφέρεια αντικειμένου περίπου κυκλικού
- το μπορ του καπέλου
- η κίνηση σε διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης
- (αθλητισμός) προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
- στον τρίτο γύρο όμως κέρδισα εγώ
- ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας
- δεν θα υπάρξει επόμενος γύρος συνομιλιών
- στον επόμενο γύρο θα περάσουν οχτώ αθλητές
- στον πρώτο γύρο συμμετέχουν όλες οι ομάδες της πρώτης εθνικής
- είδος εδέσματος που ψήνεται σε όρθιο περιστρεφόμενο μέσο
- βάλε μου ένα με γύρο από κοτόπουλο και δύο με καλαμάκι χοιρινό
- σουβλάκι που περιέχει γύρο
- παιχνίδι σε παιδική χαρά που περιλαμβάνει μια κυκλική πλατφόρμα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γύρος του θανάτου: η εκτέλεση ακροβατικών νούμερων από μοτοσικλετιστή που κινείται πάνω στον εσωτερικό τοίχο ενός τεράστιου κυλίνδρου· κατ' επέκταση, κάθε δύσκολη και επικίνδυνη πράξη
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- γύρος στη Βικιπαίδεια
- σειρά