Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματαγυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ματαγυρίζω < ματα- + γυρίζω < μεταγυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ματαγυρίζω, αόρ.: ματαγύρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματαγυρίζω < μεταγυρίζω, με ματα- + γυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ματαγυρίζω