Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναγυρίζω < ξανά + γυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναγυρίζω

  1. γυρίζω πίσω
    Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. γυρίζω ξανά

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία