γυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυρίζω < μεσαιωνική ελληνική γυρίζω < υποχωρητικό από το γῦρος
Ρήμα
επεξεργασίαγυρίζω
- (μεταβατικό) περιστρέφω, συστρέφω
- (αμετάβατο) περιστρέφομαι ή συστρέφομαι
- (αμετάβατο) επιστρέφω
- περιφέρομαι, ταξιδεύω, τριγυρίζω
- όλη μέρα σε έψαχνα. Μα πού γύριζες;
- (μεταβατικό) γυρίζω ανάποδα: αναστρέφω, αναποδογυρίζω
- γυρίζω σελίδα: αλλάζω σελίδα, προχωρώ στην πίσω σελίδα του φύλλου που διαβάζω
- (μεταφορικά) κάνω μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου
- γυρίζω σελίδα: αλλάζω σελίδα, προχωρώ στην πίσω σελίδα του φύλλου που διαβάζω
- (για ρούχα) κάνω την εσωτερική επιφάνεια του ρούχου να φαίνεται εξωτερικά και αντιστρόφως
- μεταστρέφω
- του γύρισε τα μυαλά
- (στον κινηματογράφο) κινηματογραφώ, δημιουργώ μια κινηματογραφική ταινία και πιο συγκεκριμένα το στάδιο της λήψης σκηνών
Εκφράσεις
επεξεργασία- γυρίζω σελίδα / φύλλο: αλλάζω τη συμπεριφορά μου ή τα φρονήματά μου
- μου γυρίζουν τ' άντερα: κάτι/κάποιος μου προκαλεί αποστροφή, αηδία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυρίζω | γύριζα | θα γυρίζω | να γυρίζω | γυρίζοντας | |
β' ενικ. | γυρίζεις | γύριζες | θα γυρίζεις | να γυρίζεις | γύριζε | |
γ' ενικ. | γυρίζει | γύριζε | θα γυρίζει | να γυρίζει | ||
α' πληθ. | γυρίζουμε | γυρίζαμε | θα γυρίζουμε | να γυρίζουμε | ||
β' πληθ. | γυρίζετε | γυρίζατε | θα γυρίζετε | να γυρίζετε | γυρίζετε | |
γ' πληθ. | γυρίζουν(ε) | γύριζαν γυρίζαν(ε) |
θα γυρίζουν(ε) | να γυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γύρισα | θα γυρίσω | να γυρίσω | γυρίσει | ||
β' ενικ. | γύρισες | θα γυρίσεις | να γυρίσεις | γύρισε | ||
γ' ενικ. | γύρισε | θα γυρίσει | να γυρίσει | |||
α' πληθ. | γυρίσαμε | θα γυρίσουμε | να γυρίσουμε | |||
β' πληθ. | γυρίσατε | θα γυρίσετε | να γυρίσετε | γυρίστε | ||
γ' πληθ. | γύρισαν γυρίσαν(ε) |
θα γυρίσουν(ε) | να γυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γυρίσει | είχα γυρίσει | θα έχω γυρίσει | να έχω γυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γυρίσει | είχες γυρίσει | θα έχεις γυρίσει | να έχεις γυρίσει | έχε γυρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει γυρίσει | είχε γυρίσει | θα έχει γυρίσει | να έχει γυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γυρίσει | είχαμε γυρίσει | θα έχουμε γυρίσει | να έχουμε γυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γυρίσει | είχατε γυρίσει | θα έχετε γυρίσει | να έχετε γυρίσει | έχετε γυρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γυρίσει | είχαν γυρίσει | θα έχουν γυρίσει | να έχουν γυρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γυρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γυρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γυρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γυρισμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γυρισμένος - είμαστε, είστε, είναι γυρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γυρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γυρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γυρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γυρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γυρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γυρισμένοι |