Ετυμολογία

επεξεργασία
πισωγυρίζω < πίσω, πισω- + γυρίζω

πισωγυρίζω, αόρ.: πισωγύρισα, χωρίς παθητικούς τύπους

  1. γυρίζω προς τα πίσω
  2. (μεταφορικά) (μεταβατικό) (αμετάβατο) εμποδίζομαι να προχωρήσω ή εμποδίζω την πρόοδο, την απρόσκοπτη εξέλιξη με καθυστερήσεις και επιστροφή στα παλιά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία