Δείτε επίσης: ὀπισθοδρομῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπισθοδρομώ < (ελληνιστική κοινήὀπισθοδρομέω / ὀπισθοδρομῶ < ὀπισθοδρόμος < αρχαία ελληνική ὄπισθεν + δρόμος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rétrograder)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ðɾoˈmo/

οπισθοδρομώ

  1. (κυριολεκτικά) προχωρώ προς τα πίσω
     συνώνυμα: οπισθοχωρώ, (υποχωρώ)
  2. (μεταφορικά) παύω να προοδεύω και επιστρέφω σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης
     αντώνυμα: προοδεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία