αλλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλλάζω < αρχαία ελληνική ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααλλάζω, αόρ.: άλλαξα, παθ.φωνή: αλλάζομαι, π.αόρ.: αλλάχτηκα, μτχ.π.π.: αλλαγμένος
- (μεταβατικό) προκαλώ μια αλλαγή σε κάποιον ή κάτι, τον κάνω να διαφέρει από την προηγούμενη κατάστασή του
- (μεταβατικό) κάνω κάτι που με αφορά ή μου ανήκει διαφορετικό, αφήνω κάτι και υιοθετώ κάτι άλλο
- ⮡ αλλάξαμε σπίτι (μετακομίσαμε)
- ⮡ αλλάζει συνεχώς γνώμη
- ⮡ Αν δεν αλλάξει συμπεριφορά, θα το μετανιώσει.
- ⮡ (για κάποιον άλλον) Αδύνατον να του αλλάξεις γνώμη.
- βγάζω τα λερωμένα ρούχα μου και βάζω άλλα, καθαρά
- ⮡ (μεταβατικό) Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και να αλλάξεις τα ρούχα σου.
- ⮡ (αμετάβατο) Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και ν' αλλάξεις.
- (μεταβατικό) βγάζω από ένα μωρό την πάνα του και του βάζω καθαρή
- (μεταβατικό) δίνω κάτι για να πάρω στη θέση του κάτι άλλο
- ⮡ Μόλις έφτασε στην Αμερική, πήγε να αλλάξει τα ευρώ του με δολάρια.
- ⮡ Φτωχή η Ελλαδίτσα μας, αλλά δεν την αλλάζω με τίποτα στον κόσμο.
- ≈ συνώνυμα: ανταλλάσσω
- (αμετάβατο) γίνομαι διαφορετικός
- ⮡ ο καιρός άλλαξε - οι καιροί άλλαξαν
- ⮡ Τα παιδιά αλλάζουν όταν μεγαλώνουν.
- ≈ συνώνυμα: μεταβάλλομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αλλάζω χέρια: αλλάζω ιδιοκτήτη, περιέρχομαι στην ιδιοκτησία κάποιου άλλου
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
αλλασσ-, αλλαγ-, αλλακ-
αλλασσ-, αλλαγ-, αλλακ-
θέμα με αλλαζ- με αρχαίο θέμα αλλασσ- |
θέμα αλλαγ- |
θέμα αλλακ- |
θέμα αλλαξ- |
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλάζω | άλλαζα | θα αλλάζω | να αλλάζω | αλλάζοντας | |
β' ενικ. | αλλάζεις | άλλαζες | θα αλλάζεις | να αλλάζεις | άλλαζε | |
γ' ενικ. | αλλάζει | άλλαζε | θα αλλάζει | να αλλάζει | ||
α' πληθ. | αλλάζουμε | αλλάζαμε | θα αλλάζουμε | να αλλάζουμε | ||
β' πληθ. | αλλάζετε | αλλάζατε | θα αλλάζετε | να αλλάζετε | αλλάζετε | |
γ' πληθ. | αλλάζουν(ε) | άλλαζαν αλλάζαν(ε) |
θα αλλάζουν(ε) | να αλλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άλλαξα | θα αλλάξω | να αλλάξω | αλλάξει | ||
β' ενικ. | άλλαξες | θα αλλάξεις | να αλλάξεις | άλλαξε | ||
γ' ενικ. | άλλαξε | θα αλλάξει | να αλλάξει | |||
α' πληθ. | αλλάξαμε | θα αλλάξουμε | να αλλάξουμε | |||
β' πληθ. | αλλάξατε | θα αλλάξετε | να αλλάξετε | αλλάξτε | ||
γ' πληθ. | άλλαξαν αλλάξαν(ε) |
θα αλλάξουν(ε) | να αλλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλλάξει | είχα αλλάξει | θα έχω αλλάξει | να έχω αλλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αλλάξει | είχες αλλάξει | θα έχεις αλλάξει | να έχεις αλλάξει | έχε αλλαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αλλάξει | είχε αλλάξει | θα έχει αλλάξει | να έχει αλλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλάξει | είχαμε αλλάξει | θα έχουμε αλλάξει | να έχουμε αλλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αλλάξει | είχατε αλλάξει | θα έχετε αλλάξει | να έχετε αλλάξει | έχετε αλλαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αλλάξει | είχαν αλλάξει | θα έχουν αλλάξει | να έχουν αλλάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αλλαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αλλαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αλλαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αλλαγμένο | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αλλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι αλλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αλλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αλλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλλαγμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλάζομαι | αλλαζόμουν(α) | θα αλλάζομαι | να αλλάζομαι | ||
β' ενικ. | αλλάζεσαι | αλλαζόσουν(α) | θα αλλάζεσαι | να αλλάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αλλάζεται | αλλαζόταν(ε) | θα αλλάζεται | να αλλάζεται | ||
α' πληθ. | αλλαζόμαστε | αλλαζόμαστε αλλαζόμασταν |
θα αλλαζόμαστε | να αλλαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αλλάζεστε | αλλαζόσαστε αλλαζόσασταν |
θα αλλάζεστε | να αλλάζεστε | (αλλάζεστε) | |
γ' πληθ. | αλλάζονται | αλλάζονταν αλλαζόντουσαν |
θα αλλάζονται | να αλλάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλλάχτηκα | θα αλλαχτώ | να αλλαχτώ | αλλαχτεί | ||
β' ενικ. | αλλάχτηκες | θα αλλαχτείς | να αλλαχτείς | αλλάξου | ||
γ' ενικ. | αλλάχτηκε | θα αλλαχτεί | να αλλαχτεί | |||
α' πληθ. | αλλαχτήκαμε | θα αλλαχτούμε | να αλλαχτούμε | |||
β' πληθ. | αλλαχτήκατε | θα αλλαχτείτε | να αλλαχτείτε | αλλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | αλλάχτηκαν αλλαχτήκαν(ε) |
θα αλλαχτούν(ε) | να αλλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλλαχτεί | είχα αλλαχτεί | θα έχω αλλαχτεί | να έχω αλλαχτεί | αλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλλαχτεί | είχες αλλαχτεί | θα έχεις αλλαχτεί | να έχεις αλλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλλαχτεί | είχε αλλαχτεί | θα έχει αλλαχτεί | να έχει αλλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλαχτεί | είχαμε αλλαχτεί | θα έχουμε αλλαχτεί | να έχουμε αλλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλλαχτεί | είχατε αλλαχτεί | θα έχετε αλλαχτεί | να έχετε αλλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλλαχτεί | είχαν αλλαχτεί | θα έχουν αλλαχτεί | να έχουν αλλαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αλλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι αλλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αλλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αλλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλλαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλλάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- αλλάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλλάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αλλάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας