Δείτε επίσης: ἀλλάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλλάζω < αρχαία ελληνική ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈla.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λά‐ζω

αλλάζω, αόρ.: άλλαξα, παθ.φωνή: αλλάζομαι, π.αόρ.: αλλάχτηκα, μτχ.π.π.: αλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) προκαλώ μια αλλαγή σε κάποιον ή κάτι, τον κάνω να διαφέρει από την προηγούμενη κατάστασή του
    ⮡  αυτή η εμπειρία με έκανε άλλον άνθρωπο, με άλλαξε ριζικά
     συνώνυμα: μεταβάλλω
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι που με αφορά ή μου ανήκει διαφορετικό, αφήνω κάτι και υιοθετώ κάτι άλλο
    ⮡  αλλάξαμε σπίτι (μετακομίσαμε)
    ⮡  αλλάζει συνεχώς γνώμη
    ⮡  Αν δεν αλλάξει συμπεριφορά, θα το μετανιώσει.
    ⮡  (για κάποιον άλλον) Αδύνατον να του αλλάξεις γνώμη.
  3. βγάζω τα λερωμένα ρούχα μου και βάζω άλλα, καθαρά
    ⮡ (μεταβατικό) Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και να αλλάξεις τα ρούχα σου.
    ⮡  (αμετάβατο) Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και ν' αλλάξεις.
  4. (μεταβατικό) βγάζω από ένα μωρό την πάνα του και του βάζω καθαρή
  5. (μεταβατικό) δίνω κάτι για να πάρω στη θέση του κάτι άλλο
    ⮡  Μόλις έφτασε στην Αμερική, πήγε να αλλάξει τα ευρώ του με δολάρια.
    ⮡  Φτωχή η Ελλαδίτσα μας, αλλά δεν την αλλάζω με τίποτα στον κόσμο.
     συνώνυμα: ανταλλάσσω
  6. (αμετάβατο) γίνομαι διαφορετικός
    ⮡  ο καιρός άλλαξε - οι καιροί άλλαξαν
    ⮡  Τα παιδιά αλλάζουν όταν μεγαλώνουν.
     συνώνυμα: μεταβάλλομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
αλλασσ-, αλλαγ-, αλλακ- 

θέμα με αλλαζ-

με αρχαίο θέμα αλλασσ-

θέμα αλλαγ-

θέμα αλλακ-

θέμα αλλαξ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία