αλλαξοπιστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλαξοπιστία < αλλαξοπιστώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλαξοπιστία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλλαξόπιστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλαξοπιστία
|
αλλαξοπιστία θηλυκό
|