αλλαξοπιστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλαξοπιστώ < αλλαξόπιστος
Ρήμα
επεξεργασίααλλαξοπιστώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλλαξόπιστος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλαξοπιστώ | αλλαξοπιστούσα | θα αλλαξοπιστώ | να αλλαξοπιστώ | αλλαξοπιστώντας | |
β' ενικ. | αλλαξοπιστείς | αλλαξοπιστούσες | θα αλλαξοπιστείς | να αλλαξοπιστείς | (αλλαξοπίστει) | |
γ' ενικ. | αλλαξοπιστεί | αλλαξοπιστούσε | θα αλλαξοπιστεί | να αλλαξοπιστεί | ||
α' πληθ. | αλλαξοπιστούμε | αλλαξοπιστούσαμε | θα αλλαξοπιστούμε | να αλλαξοπιστούμε | ||
β' πληθ. | αλλαξοπιστείτε | αλλαξοπιστούσατε | θα αλλαξοπιστείτε | να αλλαξοπιστείτε | αλλαξοπιστείτε | |
γ' πληθ. | αλλαξοπιστούν(ε) | αλλαξοπιστούσαν(ε) | θα αλλαξοπιστούν(ε) | να αλλαξοπιστούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλλαξοπίστησα | θα αλλαξοπιστήσω | να αλλαξοπιστήσω | αλλαξοπιστήσει | ||
β' ενικ. | αλλαξοπίστησες | θα αλλαξοπιστήσεις | να αλλαξοπιστήσεις | αλλαξοπίστησε | ||
γ' ενικ. | αλλαξοπίστησε | θα αλλαξοπιστήσει | να αλλαξοπιστήσει | |||
α' πληθ. | αλλαξοπιστήσαμε | θα αλλαξοπιστήσουμε | να αλλαξοπιστήσουμε | |||
β' πληθ. | αλλαξοπιστήσατε | θα αλλαξοπιστήσετε | να αλλαξοπιστήσετε | αλλαξοπιστήστε | ||
γ' πληθ. | αλλαξοπίστησαν αλλαξοπιστήσαν(ε) |
θα αλλαξοπιστήσουν(ε) | να αλλαξοπιστήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλλαξοπιστήσει | είχα αλλαξοπιστήσει | θα έχω αλλαξοπιστήσει | να έχω αλλαξοπιστήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλλαξοπιστήσει | είχες αλλαξοπιστήσει | θα έχεις αλλαξοπιστήσει | να έχεις αλλαξοπιστήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλλαξοπιστήσει | είχε αλλαξοπιστήσει | θα έχει αλλαξοπιστήσει | να έχει αλλαξοπιστήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλαξοπιστήσει | είχαμε αλλαξοπιστήσει | θα έχουμε αλλαξοπιστήσει | να έχουμε αλλαξοπιστήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλλαξοπιστήσει | είχατε αλλαξοπιστήσει | θα έχετε αλλαξοπιστήσει | να έχετε αλλαξοπιστήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλλαξοπιστήσει | είχαν αλλαξοπιστήσει | θα έχουν αλλαξοπιστήσει | να έχουν αλλαξοπιστήσει |
|