Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλαξοπιστώ < αλλαξόπιστος

  Ρήμα επεξεργασία

αλλαξοπιστώ

  • αλλάζω πίστη, μεταβάλλω τις θρησκευτικές μου κυρίως πεποιθήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία