Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλαξοπιστώ < αλλαξόπιστος

αλλαξοπιστώ

  • αλλάζω πίστη, μεταβάλλω τις θρησκευτικές μου κυρίως πεποιθήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία