Δείτε επίσης: πιστή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίστη οι πίστεις
      γενική της πίστης* των πίστεων
    αιτιατική την πίστη τις πίστεις
     κλητική πίστη πίστεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πίστεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίστη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πίστις < πείθω (θέμα πιθ-) Για τον οικονομικό όρο, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική crédit[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.sti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐στη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίστη θηλυκό

  1. η πεποίθηση, η βεβαιότητα
    είναι πίστη μου ότι αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι θα αντιληφθούν την αλήθεια
  2. η εμπιστοσύνη σε κάποιον, στις δυνατότητές του ή στις προθέσεις του
    έχω πίστη σ' αυτόν τον άνθρωπο
  3. η βεβαιότητα για την ύπαρξη του θεού και η εμπιστοσύνη σε αυτόν
     αντώνυμα: απιστία
  4. η ενεργός ένταξη σε μια θρησκεία
    δε με νοιάζει ποια είναι η πίστη σου
  5. η συζυγική πίστη, η αποφυγή ερωτικής επαφής με άλλον άνθρωπο εκτός από τον/την σύζυγο
     αντώνυμα: απιστία
  6. (οικονομία) το κλίμα εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις οικονομικές συναλλαγές
    η τραπεζική πίστη

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

από το θέμα -πισ-

από το θέμα -πεισ- και -ποιθ-

από το θέμα -πιθ-

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία