πίστη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίστη | οι | πίστεις |
γενική | της | πίστης* | των | πίστεων |
αιτιατική | την | πίστη | τις | πίστεις |
κλητική | πίστη | πίστεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πίστεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πίστη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πίστις < πείθω (θέμα πιθ-) Για τον οικονομικό όρο, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική crédit[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpi.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐στη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίστη θηλυκό
- η πεποίθηση, η βεβαιότητα
- είναι πίστη μου ότι αργά ή γρήγορα οι άνθρωποι θα αντιληφθούν την αλήθεια
- η εμπιστοσύνη σε κάποιον, στις δυνατότητές του ή στις προθέσεις του
- έχω πίστη σ' αυτόν τον άνθρωπο
- η βεβαιότητα για την ύπαρξη του θεού και η εμπιστοσύνη σε αυτόν
- η ενεργός ένταξη σε μια θρησκεία
- δε με νοιάζει ποια είναι η πίστη σου
- η συζυγική πίστη, η αποφυγή ερωτικής επαφής με άλλον άνθρωπο εκτός από τον/την σύζυγο
- (οικονομία) το κλίμα εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις οικονομικές συναλλαγές
- η τραπεζική πίστη
Εκφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
από το θέμα -πισ- |
από το θέμα -πεισ- και -ποιθ- |
από το θέμα -πιθ- |
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πίστη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πίστη
επεξεργασία
- ↑ πίστη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.