Δείτε επίσης: πιεστήριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειστήριο τα πειστήρια
      γενική του πειστηρίου
πειστήριου
των πειστηρίων
    αιτιατική το πειστήριο τα πειστήρια
     κλητική πειστήριο πειστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πειστήριο < αρχαία ελληνική πειστήριον με ουσιαστικοποίηση, ουδέτερο του πειστήριος < → δείτε τη λέξη πείθω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐στή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πειστήριο ουδέτερο

  1. οτιδήποτε πείθει για κάτι, ή πιστοποιεί κάτι
  2. (νομικός όρος, ανακριτική) οποιοδήποτε αντικείμενο που συντελεί στη βεβαίωση ή όχι τέλεσης αξιόποινης πράξης και κατ΄ επέκταση στην αθώωση ή την ενοχή κατηγορουμένου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία