Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακριτική οι ανακριτικές
      γενική της ανακριτικής των ανακριτικών
    αιτιατική την ανακριτική τις ανακριτικές
     κλητική ανακριτική ανακριτικές
Δείτε και την κλίση του επιθέτου ανακριτικός
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακριτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ανακριτικός (εννοείται η ανακριτική τέχνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακριτική θηλυκό

  1. (νομικός όρος) επιμέρους επιστήμη της εγκληματολογίας με αντικείμενο τις ενέργειες των ανακριτικών αρχών για τη βεβαίωση αξιόποινης πράξης ή πρόληψης αυτής, την ανακάλυψη του δράστη ή δραστών και τη συλλογή του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού για την προσαγωγή σε δίκη
  2. η ανακριτική επιτροπή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανακριτική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία