↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακριτικός η ανακριτική το ανακριτικό
      γενική του ανακριτικού της ανακριτικής του ανακριτικού
    αιτιατική τον ανακριτικό την ανακριτική το ανακριτικό
     κλητική ανακριτικέ ανακριτική ανακριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακριτικοί οι ανακριτικές τα ανακριτικά
      γενική των ανακριτικών των ανακριτικών των ανακριτικών
    αιτιατική τους ανακριτικούς τις ανακριτικές τα ανακριτικά
     κλητική ανακριτικοί ανακριτικές ανακριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακριτικός < ανακριτής

  Επίθετο

επεξεργασία

ανακριτικός

  1. ο σχετικός με την ανάκριση
    Οι ανακριτικές μέθοδοι
  2. εκείνος ή εκείνη που άτοπα και άκαιρα, χωρίς να το νομιμοποιούν οι συνθήκες, ρωτά να πληροφορηθεί για κάτι με τρόπο αυστηρό, απαιτητικό ή και οργίλο
    Μη γίνεσαι ανακριτικός όταν συζητάς με το παιδί!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία