ανακριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακριτικός < ανακριτής
Επίθετο
επεξεργασίαανακριτικός
- ο σχετικός με την ανάκριση
- Οι ανακριτικές μέθοδοι
- εκείνος ή εκείνη που άτοπα και άκαιρα, χωρίς να το νομιμοποιούν οι συνθήκες, ρωτά να πληροφορηθεί για κάτι με τρόπο αυστηρό, απαιτητικό ή και οργίλο
- Μη γίνεσαι ανακριτικός όταν συζητάς με το παιδί!
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακριτικός