inquisiteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inquisiteur | inquisiteurs |
inquisiteur (fr) αρσενικό
- ο ιεροεξεταστής, ο ανακριτής
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inquisiteur | inquisiteurs |
θηλυκό | inquisitrice | inquisitrices |
inquisiteur (fr)