↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανακριτής οι ανακριτές
      γενική του ανακριτή των ανακριτών
    αιτιατική τον ανακριτή τους ανακριτές
     κλητική ανακριτή ανακριτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακριτής < αρχαία ελληνική ἀνακριτήρ + -τής < ἀνακρίνω < κρίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανακριτής αρσενικό (θηλυκό: ανακρίτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία