ανακριτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακριτής < αρχαία ελληνική ἀνακριτήρ + -τής < ἀνακρίνω < κρίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακριτής αρσενικό (θηλυκό: ανακρίτρια)
- δικαστικός λειτουργός ή αστυνομικός που διενεργεί ανάκριση για την εξακρίβωση των στοιχείων ενός εγκλήματος και τον εντοπισμό ή αποκάλυψη των ενόχων
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανακριτής