δικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαστικός (επίθετο) < αρχαία ελληνική δικαστικός < δικάζω < δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
- δικαστικός (ουσιαστικό) < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό δικαστικός < αρχαία ελληνική δικαστικός < δικάζω < δίκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyḱ-
Επίθετο
επεξεργασίαδικαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη δίκη, το δικαστήριο ή τον δικαστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικαστικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που δικάζει (δικαστής, εισαγγελέας κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικό