Δείτε επίσης: δεκάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

δικάζω (παθητική φωνή: δικάζομαι)

  1. (νομικός όρος) βγάζω καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση για κάποιον ως δικαστής
  2. (κατ’ επέκταση) καταδικάζω
  3. (μεταφορικά) κρίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία