Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδικάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εκδικάζω

  • διεξάγω τη διαδικασία μιας δίκης από την αρχή ως το τέλος της

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία