Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδικάζω < λείπει η ετυμολογία

εκδικάζω

  • διεξάγω τη διαδικασία μιας δίκης από την αρχή ως το τέλος της

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία