Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδίκαση οι εκδικάσεις
      γενική της εκδίκασης* των εκδικάσεων
    αιτιατική την εκδίκαση τις εκδικάσεις
     κλητική εκδίκαση εκδικάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδικάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδίκαση < εκδικάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδίκαση θηλυκό

  • η διεξαγωγή μιας δίκης, η διαδικασία και η συζήτηση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία