↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδίκαση οι εκδικάσεις
      γενική της εκδίκασης* των εκδικάσεων
    αιτιατική την εκδίκαση τις εκδικάσεις
     κλητική εκδίκαση εκδικάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδικάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδίκαση < εκδικάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκδίκαση θηλυκό

  • η διεξαγωγή μιας δίκης, η διαδικασία και η συζήτηση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία